Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σάος
σαοσίμβροτος
σαοστρέω
σαοφρονέω
σαόω
σαπέρδης
σαπέρδιον
σαπερδίς
σαπήῃ
σαπουλανᾶς
σαππείριον
σαπρία
σαπρίας
σαπρίζω
σαπρόζωος
σαπρόκνημος
σαπρόπλουτος
σαπροπωμάριος
σαπρός
σαπρόστομος
σαπρότης
View word page
σαππείριον
σαππείριον,
A). v. σαπφ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαππείριον
Headword (normalized):
σαππείριον
Headword (normalized/stripped):
σαππειριον
IDX:
93255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93256
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαππείριον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σαπφ-</span> .</div> </div><br><br>'}