Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σαντάλινος
σαντονικόν
σάξις
σαξίφραγον
σαόμβροτος
σαόπτολις
σάος
σαοσίμβροτος
σαοστρέω
σαοφρονέω
σαόω
σαπέρδης
σαπέρδιον
σαπερδίς
σαπήῃ
σαπουλανᾶς
σαππείριον
σαπρία
σαπρίας
σαπρίζω
σαπρόζωος
View word page
σαόω
σᾰόω,= σώζω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαόω
Headword (normalized):
σαόω
Headword (normalized/stripped):
σαοω
IDX:
93249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σᾰόω</span>,= <span class="foreign greek">σώζω</span> (q.v.).</div><br><br>'}