Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνόστρακος
ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
ἀνοσχήν
ἀνότιστος
ἄνοτος
ἀνοτοτύζω
ἀνοτότυκτον
ἄνου
ἀνούατος
Ἀνουβιακός
Ἀνουβιάς
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἀνούλεγοι
ἄνουλος
ἄνουροι
ἄνους
ἀνουσίαστος
View word page
ἄνου
ἄνου· ἄνω ( Ion.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνου
Headword (normalized):
ἄνου
Headword (normalized/stripped):
ανου
IDX:
9323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9324
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄνου·</span> <span class="foreign greek">ἄνω</span> ( Ion.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}