Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνόστρακος
ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
ἀνοσχήν
ἀνότιστος
ἄνοτος
ἀνοτοτύζω
ἀνοτότυκτον
ἄνου
ἀνούατος
Ἀνουβιακός
Ἀνουβιάς
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἀνούλεγοι
ἄνουλος
ἄνουροι
ἄνους
View word page
ἀνοτότυκτον
ἀνοτότυκτον· ἀθρήνητον, Hsch. (ἀνότευκτον cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνοτότυκτον
Headword (normalized):
ἀνοτότυκτον
Headword (normalized/stripped):
ανοτοτυκτον
IDX:
9322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9323
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνοτότυκτον·</span> <span class="foreign greek">ἀθρήνητον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">ἀνότευκτον</span> cod.).</div><br><br>'}