Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σανδαλίς
σανδαλίσκος
σανδαλοθήκη
σάνδαλον
σανδαλώδης
σάνδανον
σανδαράκη
σανδαρακίζω
σανδαράκινος
σανδαρακούργιον
σανδύκινος
σανδύκιον
σάνδυξ
σανδών
σανθείς
σανίδιον
σανιδόω
σανιδώδης
σανίδωμα
σανιδωτός
σανίς
View word page
σανδύκινος
σανδύκ-ινος
,
η
,
ον
,(
σάνδυξ
)
A).
red
,
ζώνη
POxy.
496.4
(ii A.D.).
ShortDef
red
Debugging
Headword:
σανδύκινος
Headword (normalized):
σανδύκινος
Headword (normalized/stripped):
σανδυκινος
IDX:
93218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93219
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σανδύκ-ινος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">σάνδυξ</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">red</span>, <span class="quote greek">ζώνη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 496.4 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}