Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Σαμάρεια
Σαμάτης
σαμβά
σάμβαλον
σαμβαλούχη
σαμβύκη
σαμβυκιστής
σάμβυξ
σάμεα
σαμεῖον
σαμένορα
σάμερον
Σαμοθρᾴκη
Σαμοθρᾳκιασταί
Σαμοθρᾴκιον
Σάμος
σαμοῦχος
σαμσειρα
σαμυλίς
σαμφαριτικὴ
σαμφόρας
View word page
σαμένορα
σαμένορα·
τὸν βραβευτὴν τῶν σφαιριζόντων
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σαμένορα
Headword (normalized):
σαμένορα
Headword (normalized/stripped):
σαμενορα
IDX:
93191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93192
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαμένορα·</span> <span class="foreign greek">τὸν βραβευτὴν τῶν σφαιριζόντων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}