Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
ἄνοσος
ἀνόστεος
ἀνόστητος
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἀνόστρακος
ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
ἀνοσχήν
ἀνότιστος
ἄνοτος
ἀνοτοτύζω
ἀνοτότυκτον
ἄνου
ἀνούατος
Ἀνουβιακός
Ἀνουβιάς
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
View word page
ἀνοσχήν
ἀνοσχήν· ἄνανδρος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνοσχήν
Headword (normalized):
ἀνοσχήν
Headword (normalized/stripped):
ανοσχην
IDX:
9318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9319
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνοσχήν·</span> <span class="foreign greek">ἄνανδρος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}