Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σαλώτια
σᾶμα
σαμαγόρειος
σάμαθον
Σάμαινα
σαμαίνω
σαμάκιον
σάμαξ
Σαμάρεια
Σαμάτης
σαμβά
σάμβαλον
σαμβαλούχη
σαμβύκη
σαμβυκιστής
σάμβυξ
σάμεα
σαμεῖον
σαμένορα
σάμερον
Σαμοθρᾴκη
View word page
σαμβά
σαμβά· ὀσφῦς, ὀφρῦς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαμβά
Headword (normalized):
σαμβά
Headword (normalized/stripped):
σαμβα
IDX:
93183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93184
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαμβά·</span> <span class="foreign greek">ὀσφῦς, ὀφρῦς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}