Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σαλπιστικός
σαλπίττω
σάλπος
σαλτάριος
σαλύγη
σάλυξ
σάλω
σαλώμη
σαλῶος
σαλώτια
σᾶμα
σαμαγόρειος
σάμαθον
Σάμαινα
σαμαίνω
σαμάκιον
σάμαξ
Σαμάρεια
Σαμάτης
σαμβά
σάμβαλον
View word page
σᾶμα
σᾶμα
,
τό
, Dor. for
σῆμα
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σᾶμα
Headword (normalized):
σᾶμα
Headword (normalized/stripped):
σαμα
IDX:
93174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93175
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σᾶμα</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dor. for <span class="foreign greek">σῆμα</span> (q.v.).</div><br><br>'}