Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σαλπίγγιον
σαλπιγγοειδής
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγγωτός
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
σαλπίζω
σαλπικτής
σάλπισμα
σαλπίσσω
σαλπιστής
σαλπιστικός
σαλπίττω
σάλπος
σαλτάριος
σαλύγη
σάλυξ
σάλω
σαλώμη
σαλῶος
σαλώτια
View word page
σαλπιστής
σαλπ-ιστής,
A). v. σαλπιγκτής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαλπιστής
Headword (normalized):
σαλπιστής
Headword (normalized/stripped):
σαλπιστης
IDX:
93163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93164
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαλπ-ιστής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σαλπιγκτής</span> .</div> </div><br><br>'}