Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σαλός
σαλούσιον
σάλπη
σαλπίγγιον
σαλπιγγοειδής
σαλπιγγολογχυπηνάδαι
σαλπιγγωτός
σαλπιγκτής
σάλπιγξ
σαλπίζω
σαλπικτής
σάλπισμα
σαλπίσσω
σαλπιστής
σαλπιστικός
σαλπίττω
σάλπος
σαλτάριος
σαλύγη
σάλυξ
σάλω
View word page
σαλπικτής
σαλπ-ικτής,
A). v. σαλπιγκτής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαλπικτής
Headword (normalized):
σαλπικτής
Headword (normalized/stripped):
σαλπικτης
IDX:
93160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93161
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαλπ-ικτής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σαλπιγκτής</span> .</div> </div><br><br>'}