Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σακοφόρος
σακόω
σάκρα
σάκταρον
σάκτας
σάκτας
σακτήρ
σακτός
σάκτρα
σάκτωρ
σακυνδάκη
σάκχαρ
σακχυφάντης
σάλα
σαλαγέω
σαλάγη
σαλαΐδιον
σαλαΐζω
σαλαϊσμός
σαλακύρων
σαλάκων
View word page
σακυνδάκη
σακυνδάκη· ἔνδυμα Σκυθικόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σακυνδάκη
Headword (normalized):
σακυνδάκη
Headword (normalized/stripped):
σακυνδακη
IDX:
93106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93107
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σακυνδάκη·</span> <span class="foreign greek">ἔνδυμα Σκυθικόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}