Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σακκώνυμος
σακνός
σακοδερμηστής
σάκοιτοι
σάκος
σάκος
σάκουτος
σακοφόρος
σακόω
σάκρα
σάκταρον
σάκτας
σάκτας
σακτήρ
σακτός
σάκτρα
σάκτωρ
σακυνδάκη
σάκχαρ
σακχυφάντης
σάλα
View word page
σάκταρον
σάκταρον· τοῦτο ἐμφερές ἐστι κόμμει, γεννώμενον ἐν τῇ Ἰνδικῇ, διαλυτικόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σάκταρον
Headword (normalized):
σάκταρον
Headword (normalized/stripped):
σακταρον
IDX:
93099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93100
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σάκταρον·</span> <span class="foreign greek">τοῦτο ἐμφερές ἐστι κόμμει, γεννώμενον ἐν τῇ Ἰνδικῇ, διαλυτικόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}