Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σακκοφορικός
σακκοφόρος
σακκώνυμος
σακνός
σακοδερμηστής
σάκοιτοι
σάκος
σάκος
σάκουτος
σακοφόρος
σακόω
σάκρα
σάκταρον
σάκτας
σάκτας
σακτήρ
σακτός
σάκτρα
σάκτωρ
σακυνδάκη
σάκχαρ
View word page
σακόω
σᾱκόω,
A). v. σηκόω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σακόω
Headword (normalized):
σακόω
Headword (normalized/stripped):
σακοω
IDX:
93097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93098
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σᾱκόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σηκόω</span> .</div> </div><br><br>'}