Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σακκοράφιον
σάκκος
σακκούδιον
σακκοϋφάντης
σακκοφορέω
σακκοφορικός
σακκοφόρος
σακκώνυμος
σακνός
σακοδερμηστής
σάκοιτοι
σάκος
σάκος
σάκουτος
σακοφόρος
σακόω
σάκρα
σάκταρον
σάκτας
σάκτας
σακτήρ
View word page
σάκοιτοι
σάκοιτοι· οἱ ἱστῶντες τὸν κέραμον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σάκοιτοι
Headword (normalized):
σάκοιτοι
Headword (normalized/stripped):
σακοιτοι
IDX:
93092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93093
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σάκοιτοι·</span> <span class="foreign greek">οἱ ἱστῶντες τὸν κέραμον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}