Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σακίτας
σακκᾶς
σακκέω
σακκηγέω
σακκηγία
σακκηγός
σακκίας
σακκίδιον
σακκίζω
σάκκινος
σακκινόσυκοι
σακκίον
σακκογενειοτρόφος
σακκοπήρα
σακκοπλόκος
σακκοράφιον
σάκκος
σακκούδιον
σακκοϋφάντης
σακκοφορέω
σακκοφορικός
View word page
σακκινόσυκοι
σακκ-ῐνόσῡκοι· δασύπρωκτοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σακκινόσυκοι
Headword (normalized):
σακκινόσυκοι
Headword (normalized/stripped):
σακκινοσυκοι
IDX:
93077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σακκ-ῐνόσῡκοι·</span> <span class="foreign greek">δασύπρωκτοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}