Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σάθραξ
σαθρός
σαθρότης
σαθρόω
σάθρωμα
σάθρωσις
σάθων
σαικίς
σαικωνέω
σαινίδωρος
σαινικρίζει
σαινουρίς
σαίνουρος
σαίνω
σαιρός
σαίρω1
σαίρω2
σαῖς
σαΐτης
σακάδιον
σακάλιον
View word page
σαινικρίζει
σαινικρίζει·
ἐκτρέφει
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σαινικρίζει
Headword (normalized):
σαινικρίζει
Headword (normalized/stripped):
σαινικριζει
IDX:
93046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93047
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαινικρίζει·</span> <span class="foreign greek">ἐκτρέφει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}