Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σαγματοποιός
σαγματοράπτης
σαγματοράφος
σαγολαίφεα
σάγος
σάγουρον
Σαδδουκαῖοι
σαθαρυγά
σαθέριον
σάθη
σάθραξ
σαθρός
σαθρότης
σαθρόω
σάθρωμα
σάθρωσις
σάθων
σαικίς
σαικωνέω
σαινίδωρος
σαινικρίζει
View word page
σάθραξ
σάθραξ· φθείρ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σάθραξ
Headword (normalized):
σάθραξ
Headword (normalized/stripped):
σαθραξ
IDX:
93036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93037
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σάθραξ·</span> <span class="foreign greek">φθείρ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}