Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σαγηνόδετος
σαγηφορέω
σαγινεύς
σαγίον
σαγίς
σάγμα
σαγματᾶς
σαγμάτιον
σαγματογήνη
σαγματοποιός
σαγματοράπτης
σαγματοράφος
σαγολαίφεα
σάγος
σάγουρον
Σαδδουκαῖοι
σαθαρυγά
σαθέριον
σάθη
σάθραξ
σαθρός
View word page
σαγματοράπτης
σαγμᾰτο-ράπτης
,
ου
,
ὁ
,
A).
saddler,
POxy.
1883.3
(vi A.D.).
ShortDef
saddler
Debugging
Headword:
σαγματοράπτης
Headword (normalized):
σαγματοράπτης
Headword (normalized/stripped):
σαγματοραπτης
IDX:
93027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93028
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαγμᾰτο-ράπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">saddler,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1883.3 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}