Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σαγανάριος
σαγάπηνον
σάγαρις
σαγγάδης
σάγγαθον
σαγγαικόν
σαγγάριος
σάγγαρον
σάγδας
σαγείρετον
σαγεσφ[όρος
σαγή
σαγηναῖος
σαγηνεία
σαγηνεύς
σαγηνευτήρ
σαγηνευτής
σαγηνεύω
σαγήνη
σαγηνοβόλος
σαγηνόδετος
View word page
σαγεσφ[όρος
σαγεσφ[όρος
,
ὁ
, dub. in
Sammelb.
5224.62
(Fayum).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σαγεσφ[όρος
Headword (normalized):
σαγεσφ[όρος
Headword (normalized/stripped):
σαγεσφ[ορος
IDX:
93007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93008
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαγεσφ[όρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 5224.62 </span> (Fayum).</div><br><br>'}