Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σάγανα
σαγανάριος
σαγάπηνον
σάγαρις
σαγγάδης
σάγγαθον
σαγγαικόν
σαγγάριος
σάγγαρον
σάγδας
σαγείρετον
σαγεσφ[όρος
σαγή
σαγηναῖος
σαγηνεία
σαγηνεύς
σαγηνευτήρ
σαγηνευτής
σαγηνεύω
σαγήνη
σαγηνοβόλος
View word page
σαγείρετον
σαγείρετον· μετακλέπτην, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαγείρετον
Headword (normalized):
σαγείρετον
Headword (normalized/stripped):
σαγειρετον
IDX:
93006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93007
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαγείρετον·</span> <span class="foreign greek">μετακλέπτην</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}