Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄνορμος
ἀνόρvυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορροπύγιος
ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνοσάμικτον
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
ἀνοσία
ἀνόσιος
ἀνοσιότης
ἀνοσιουργέω
ἀνοσιούργημα
ἀνοσιουργία
ἀνοσιουργός
ἄνοσμος
View word page
ἀνοσάμικτον
ἀνοσάμικτον· ὀλιγόρρυτον ὕδωρ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνοσάμικτον
Headword (normalized):
ἀνοσάμικτον
Headword (normalized/stripped):
ανοσαμικτον
IDX:
9299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνοσάμικτον·</span> <span class="foreign greek">ὀλιγόρρυτον ὕδωρ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}