ῥύτωρ2
ῥύτωρ (B)[ῡ],(ἐρύω (B))
A). saviour, deliverer, defender, πόλεως Th. 318 (lyr.); σωφροσύνης ῥ. καὶ βιότου IG 3.1171.6 ; ῥ. βουκολίων AP 6.37 ; ῥ. χαίτας κεκρύφαλος ib. 207 ( ): c.gen.objecti, one who saves or delivers from, λιμοῦ καὶ θανάτου ib. 9.351 (Leon. ).
III). ῥύτορας· τοὺς θαλλοὺς τοὺς καθαρτηρίους,