ῥύπτω
ῥύπ-τω,(ῥύπος)
A). cleanse, wash, esp. with soap or lye, ῥ. τὰ ἱμάτια Mete. 359a22 ; τὰν γλῶτταν ; 100e τὰς χεῖρας ap. :— Med., 3.79c wash oneself, , 148.3 HP 9.9.3 , f.l. in Al. 530 ; aor. ἐρρύψαντο ; 1.613 λουομένη τὰς τρίχας ἐρρύπτετο : prov., 8.27 ἐξ ὅτου ’γὼ ῥύπτομαι ever since I began to wash, i.e. from my childhood, Ach. 17 .