Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥυπαρομέλας
ῥυπαρός
ῥυπαρότης
ῥυπαροφάγος
ῥυπαροφορέω
ῥυπαροφόρος
ῥύπασμα
ῥυπάω
ῥυπέλαιον
ῥυπόεις
ῥυποκέραμος
ῥυποκιβδοτόκων
ῥυποκόνδυλος
ῥύπον
ῥύπος
ῥυποφορέω
ῥυπόω
ῥυππαπαῖ
ῥύπτειρα
ῥυπτήριον
ῥυπτικός
View word page
ῥυποκέραμος
ῥῠπο-κέραμος,
A). v. ῥυπαροκέραμος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥυποκέραμος
Headword (normalized):
ῥυποκέραμος
Headword (normalized/stripped):
ρυποκεραμος
IDX:
92819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92820
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥῠπο-κέραμος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ῥυπαροκέραμος</span> .</div> </div><br><br>'}