ῥυμός
ῥῡμός, ὁ,(ἐρύω (A))
A). pole of a chariot or car, , 10.505 23.393 , 24.271 , ; 4.69 ἐν πρώτῳ ῥ. at the front end of the pole, , 6.40 16.371 ; ἀρτήματα ῥρυμοῖς pole-chains, IG 12.314.40 , cf. 313.21 , 22 , 28 , 22.1672.307 .
b). three stars in the Bear, the pole of the Wain,
2). log or block of wood for fuel, SIG 975.1 , al. (Delos, iii B.C.), IG 11 ( 2 ). 154 A 18 (ibid., iii B.C.); ξύλα καὶ κληματίδες καὶ ῥυμοὶ τὰ ἱερεῖα ἑψῆσαι ib. 203 A 51 (ibid., iii B.C.); ῥυμὸς εἰς βωμόν ib. 144 A 32 (ibid., iv B.C.); ῥυμοὶ εἰς τοὺς χορούς Inscr.Délos 442 A 186 , cf. 189 (ii B.C.).
IV). perh. shelf or row, πρῶτος ῥ., δεύτερος ῥ., etc., IG 22.1388.16 , 19 , al., Michel 832.63 (Samos, iv B.C.), etc.; αἱ .. ἐν τῷ πρώτῳ ῥ. φιάλαι Inscr.Délos 442 B 21 (ii B.C.); ἐκ τοῦ πρώτου ῥ. τοῦ ἐκ τῆς κιβωτοῦ φιάλη ἡ περιγενομένη ἀπὸ τοῦ ῥ. τοῦ παραδοθέντος τοῖς ἀνδράσιν ib. 25 .
V). a weight at Rhodes,
VI). = τάξις, ἢ ἐμμέλεια , (sed leg. ῥυθμός).