ῥῦμα2
ῥῦμα (B), ατος, τό,(ἐρύω (B))
A). defence, protection, βωμὸς φυγάσιν ῥ. Supp. 85 (lyr.); ἅπασι κοινὸν ῥ. δαιμόνων ἕδρα Heracl. 260 ; πύργου ῥ. a tower of defence, Aj. 159 (anap.): c. gen. objecti, defence against,[ θάνατος] μέγιστον ῥ. τῶν πολλῶν κακῶν Fr. 353 ; ῥύματα,= βοηθήματα, ap. ; cf. 19.136 ῥύσιον.