Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἄγροθῐ
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγροκήπιον
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρολικός
ἀγρομενής
View word page
ἀγροικοπυρρώνειος
ἀγροικοπυρρώνειος
,
ὁ
,
A).
rude, coarse Pyrrhonist
,
Gal.
8.711
.
ShortDef
rude, coarse Pyrrhonist
Debugging
Headword:
ἀγροικοπυρρώνειος
Headword (normalized):
ἀγροικοπυρρώνειος
Headword (normalized/stripped):
αγροικοπυρρωνειος
IDX:
926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-927
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγροικοπυρρώνειος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rude, coarse Pyrrhonist</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.711 </span>.</div> </div><br><br>'}