Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥόμβος
ῥομβοτετράγωνον
ῥομβόω
ῥομβώδης
ῥομβωτός
ῥόμιξα
ῥόμμα
ῥόμος
ῥομφάζω
ῥομφαία
ῥομφεῖς
ῥοόκοκκα
ῥόον
ῥοῦς
ῥόος
ῥοπαλίζει
ῥοπαλικός
ῥοπάλιον
ῥοπαλισμός
ῥοπαλοειδής
ῥοπαλομάχος
View word page
ῥομφεῖς
ῥομφεῖς· ἱμάντες οἷς ῥάπτεται τὰ ὑποδήματα, Hsch. (cf. ὁρμοί).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥομφεῖς
Headword (normalized):
ῥομφεῖς
Headword (normalized/stripped):
ρομφεις
IDX:
92688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥομφεῖς·</span> <span class="foreign greek">ἱμάντες οἷς ῥάπτεται τὰ ὑποδήματα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ὁρμοί</span>).</div><br><br>'}