Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥοδόμηλον
ῥόδον
ῥοδόπεπλος
ῥοδόπηχυς
ῥοδόπαχυς
ῥοδοπιτυΐνη
ῥοδόπνοος
ῥοδόπυγος
ῥοδοπώλης
Ῥόδος
Ῥοδοσκάρφα
ῥοδόσταγμα
ῥοδόστερνος
ῥοδοστεφής
ῥοδόσφυρος
ῥοδουντία
ῥοδοφεριστής
ῥοδοφόρια
ῥοδοφόρος
ῥοδόφυλλον
ῥοδόχειρ
View word page
Ῥοδοσκάρφα
Ῥοδοσκάρφα, title of a deity in Cyprus, Berl.Sitzb. 1911.639 (Rantidi); cf. σκαρφᾶσθαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ῥοδοσκάρφα
Headword (normalized):
ῥοδοσκάρφα
Headword (normalized/stripped):
ροδοσκαρφα
IDX:
92607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92608
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ῥοδοσκάρφα</span>, title of a deity in Cyprus, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Berl.Sitzb.</span> 1911.639 </span> (Rantidi); cf. <span class="foreign greek">σκαρφᾶσθαι</span>.</div><br><br>'}