Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥοδοδάφνη
ῥοδόδενδρον
ῥοδοειδής
ῥοδόεις
ῥοδόκολπος
ῥοδόμαλον
ῥοδόμελι
ῥοδόμηλον
ῥόδον
ῥοδόπεπλος
ῥοδόπηχυς
ῥοδόπαχυς
ῥοδοπιτυΐνη
ῥοδόπνοος
ῥοδόπυγος
ῥοδοπώλης
Ῥόδος
Ῥοδοσκάρφα
ῥοδόσταγμα
ῥοδόστερνος
ῥοδοστεφής
View word page
ῥοδόπηχυς
ῥοδό-πηχυς, Dor. etc.


ShortDef

rosy-armed

Debugging

Headword:
ῥοδόπηχυς
Headword (normalized):
ῥοδόπηχυς
Headword (normalized/stripped):
ροδοπηχυς
IDX:
92600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92601
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥοδό-πηχυς</span>, Dor. etc.</div><br><br>'}