Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥογχός
ῥοδάκανθα
ῥοδάκινον
ῥοδαλός
ῥόδαμνος
ῥοδάνη
ῥοδανίζω
ῥοδανιστήριον
ῥοδανός
ῥοδάριον
ῥοδέα
ῥόδειος
ῥόδεος
ῥοδεών
ῥοδῆ
ῥοδία
Ῥοδιακός
ῥοδίζω
ῥοδινοπορφυροῦς
ῥόδινος
Ῥόδιος
View word page
ῥοδέα
ῥοδ-έα, , contr. ῥοδῆ (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥοδέα
Headword (normalized):
ῥοδέα
Headword (normalized/stripped):
ροδεα
IDX:
92572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92573
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥοδ-έα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, contr. <span class="foreign greek">ῥοδῆ</span> (q.v.).</div><br><br>'}