Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνομολογητέον
ἀνομολόγητος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἄνομος
ἀνομόσημος
ἀνομοούσιος
ἀνομοταγής
ἀνομόϋλος
ἀνονδόκως
ἀνονείδιστος
ἀνόνητος
ἀνονόμαστος
ἀνόξυντος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνόπιν
ἄνοπλος
ἄνοπτος
ἄνορ
View word page
ἀνονδόκως
ἀνονδόκως· ἄνωθεν, Hsch. (fort. ἀνοκόνδως, cf. ἀνάκανδα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνονδόκως
Headword (normalized):
ἀνονδόκως
Headword (normalized/stripped):
ανονδοκως
IDX:
9255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9256
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνονδόκως·</span> <span class="foreign greek">ἄνωθεν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">ἀνοκόνδως,</span> cf. <span class="foreign greek">ἀνάκανδα</span>).</div><br><br>'}