Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνομοιόω
ἀνομοιώδης
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέον
ἀνομολόγητος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἄνομος
ἀνομόσημος
ἀνομοούσιος
ἀνομοταγής
ἀνομόϋλος
ἀνονδόκως
ἀνονείδιστος
ἀνόνητος
ἀνονόμαστος
ἀνόξυντος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
View word page
ἀνομόσημος
ἀνομό-σημος, ον,
A). contradictory, PHib. 31.4.15 .


ShortDef

contradictory

Debugging

Headword:
ἀνομόσημος
Headword (normalized):
ἀνομόσημος
Headword (normalized/stripped):
ανομοσημος
IDX:
9251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9252
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνομό-σημος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contradictory,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PHib.</span> 31.4.15 </span>.</div> </div><br><br>'}