ῥιπίς
ῥῑπ-ίς, ίδος, ἡ,(ῥίψ)
A). fan for raising the fire, Ach. 669 , 888 ; ῥ. δ’ ἐγείρει .. Ἡφαίστου κύνας, i.e. the slumbering flames, ; 75.7 πτερίνα ῥ. AP 6.306 (Aristo).
IV). ῥιπίρ (prob. Elean)· ῥιπίς, τὸ πλέγμα, ἢ ἐκ σχοίνου πέτασος. Ἀττικοὶ δὲ ῥιπίδα, ᾧ τὸ πῦρ καίουσι· καὶ τραπέζας οὕτω λέγουσι, ; Elean ῥιπίρ also in Inscr.Olymp. 718 , perh. = δίσκος , quoit, unless it is a pr. n.
V). ῥιπίς· τοῦ σκέλους τὸ ἀκροκώλιον, [The acc. ῥιπῖδα occurs in AP 6.306 (Aristo); but ῥιπίδα, -ίδι in , etc.]