Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥινοσπάθιον
ῥινοτομέω
ῥινοτόμος
ῥινοτορίνιον
ῥινοτόρος
ῥινουλκέω
ῥινοῦχος
ῥινόχοος
ῥινώλεθρος
ῥινωτηρία
ῥιξικάζεται
ῥίον
Ῥἰπαι
ῥιπάριος
ῥιπή
ῥίπημα
ῥιπίδιον
ῥιπίζω
ῥιπίς
ῥίπισις
ῥίπισμα
View word page
ῥιξικάζεται
ῥιξικάζεται· ῥικάζεται, στροβεῖται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥιξικάζεται
Headword (normalized):
ῥιξικάζεται
Headword (normalized/stripped):
ριξικαζεται
IDX:
92503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92504
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥιξικάζεται·</span> <span class="foreign greek">ῥικάζεται, στροβεῖται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}