Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥινοπύλη
ῥινός
ῥινόσιμος
ῥινοσπάθιον
ῥινοτομέω
ῥινοτόμος
ῥινοτορίνιον
ῥινοτόρος
ῥινουλκέω
ῥινοῦχος
ῥινόχοος
ῥινώλεθρος
ῥινωτηρία
ῥιξικάζεται
ῥίον
Ῥἰπαι
ῥιπάριος
ῥιπή
ῥίπημα
ῥιπίδιον
ῥιπίζω
View word page
ῥινόχοος
ῥινόχοος· χώνη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥινόχοος
Headword (normalized):
ῥινόχοος
Headword (normalized/stripped):
ρινοχοος
IDX:
92500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92501
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥινόχοος·</span> <span class="foreign greek">χώνη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}