Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥινοκόλλητος
ῥινοκολοῦρος
ῥινοκολούστης
ῥινοκοπέω
ῥινολαβίς
ῥινόν
ῥινοπύλη
ῥινός
ῥινόσιμος
ῥινοσπάθιον
ῥινοτομέω
ῥινοτόμος
ῥινοτορίνιον
ῥινοτόρος
ῥινουλκέω
ῥινοῦχος
ῥινόχοος
ῥινώλεθρος
ῥινωτηρία
ῥιξικάζεται
ῥίον
View word page
ῥινοτομέω
ῥῑνο-τομέω,= ῥινοκοπέω, Eust. 1839.16 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥινοτομέω
Headword (normalized):
ῥινοτομέω
Headword (normalized/stripped):
ρινοτομεω
IDX:
92494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92495
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥῑνο-τομέω</span>,= <span class="foreign greek">ῥινοκοπέω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1839:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1839.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1839.16 </a>.</div><br><br>'}