Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ῥινόκερως
ῥινοκόλλητος
ῥινοκολοῦρος
ῥινοκολούστης
ῥινοκοπέω
ῥινολαβίς
ῥινόν
ῥινοπύλη
ῥινός
ῥινόσιμος
ῥινοσπάθιον
ῥινοτομέω
ῥινοτόμος
ῥινοτορίνιον
ῥινοτόρος
ῥινουλκέω
ῥινοῦχος
ῥινόχοος
ῥινώλεθρος
ῥινωτηρία
ῥιξικάζεται
View word page
ῥινοσπάθιον
ῥῑνο-σπάθιον
[
ᾰ],
, a surgical instrument,
Hermes
38.283
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ῥινοσπάθιον
Headword (normalized):
ῥινοσπάθιον
Headword (normalized/stripped):
ρινοσπαθιον
IDX:
92493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92494
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥῑνο-σπάθιον</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, a surgical instrument, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hermes</span> 38.283 </span>.</div><br><br>'}