Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥινέγχυτον
ῥινέγχυτος
ῥινέω
ῥίνη
ῥινηλασία
ῥινηλατέω
ῥινηλάτης
ῥινήλατος
ῥίνημα
ῥίνησις
ῥινητήριον
ῥινητής
ῥινίζω
ῥινίον
ῥίνισμα
ῥινόβατος
ῥινοβόλος
ῥινοδέψης
ῥινόκερως
ῥινοκόλλητος
ῥινοκολοῦρος
View word page
ῥινητήριον
ῥιν-ητήριον, τό,=
A). ῥίνη 1 , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥινητήριον
Headword (normalized):
ῥινητήριον
Headword (normalized/stripped):
ρινητηριον
IDX:
92475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92476
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥιν-ητήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ῥίνη</span> <span class="bibl"> 1 </span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}