Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικάζεται
ῥικνήεις
ῥικνόομαι
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
ῥίμβαι
ῥῖμμα
ῥίμφᾰ
ῥιμφαλέος
ῥιμφάρματος
ῥίν
ῥινάριον
ῥιναυλέω
ῥινάω1
ῥινάω2
ῥινέαι
View word page
ῥίμβαι
ῥίμβαι· ῥοιαὶ μεγάλαι. ἄμεινον δὲ διὰ τοῦ ξ ξίμβαι, Hsch. (cf. ξίμβραι). ῥίμβησις· ἀγκύλη τοῦ ὤμου, οἱ δὲ τὸν βραχίονα τοῦ ἱερείου, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥίμβαι
Headword (normalized):
ῥίμβαι
Headword (normalized/stripped):
ριμβαι
IDX:
92450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92451
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥίμβαι·</span> <span class="foreign greek">ῥοιαὶ μεγάλαι. ἄμεινον δὲ διὰ τοῦ ξ ξίμβαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ξίμβραι</span>). <span class="orth greek">ῥίμβησις·</span> <span class="foreign greek">ἀγκύλη τοῦ ὤμου, οἱ δὲ τὸν βραχίονα τοῦ ἱερείου</span>, Id.</div><br><br>'}