Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥιζοφυΐα
ῥιζόφυλλος
ῥιζόφυτος
ῥιζόω
ῥιζώδης
ῥίζωμα
ῥιζωνυχία
ῥιζωρυχέω
ῥιζωρύχος
ῥίζωσις
ῥικάζεται
ῥικνήεις
ῥικνόομαι
ῥικνός
ῥικνότης
ῥικνοφυής
ῥικνώδης
ῥίκνωσις
ῥίμβαι
ῥῖμμα
ῥίμφᾰ
View word page
ῥικάζεται
ῥικάζεται,
A). v. ῥιξικάζεται .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥικάζεται
Headword (normalized):
ῥικάζεται
Headword (normalized/stripped):
ρικαζεται
IDX:
92442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92443
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥικάζεται</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ῥιξικάζεται</span> .</div> </div><br><br>'}