Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνομοιοκατάληκτος
ἀνομοιομερής
ἀνομοιοποιός
ἀνομοιόπτωτος
ἀνόμοιος
ἀνομοιόστροφος
ἀνομοιοσχήμων
ἀνομοιότης
ἀνομοιότροπος
ἀνομοιόφυλος
ἀνομοιόχρονος
ἀνομοιόχρους
ἀνομοιόω
ἀνομοιώδης
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέον
ἀνομολόγητος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
View word page
ἀνομοιόχρονος
ἀνομοιό-χρονος, ον, in Metric,
A). of dissimilar quantity, Eust. 13.7 .


ShortDef

of dissimilar quantity

Debugging

Headword:
ἀνομοιόχρονος
Headword (normalized):
ἀνομοιόχρονος
Headword (normalized/stripped):
ανομοιοχρονος
IDX:
9239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9240
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνομοιό-χρονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, in Metric, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of dissimilar quantity,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:13:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:13.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 13.7 </a>.</div> </div><br><br>'}