Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνομοιοειδής
ἀνομοιοκατάληκτος
ἀνομοιομερής
ἀνομοιοποιός
ἀνομοιόπτωτος
ἀνόμοιος
ἀνομοιόστροφος
ἀνομοιοσχήμων
ἀνομοιότης
ἀνομοιότροπος
ἀνομοιόφυλος
ἀνομοιόχρονος
ἀνομοιόχρους
ἀνομοιόω
ἀνομοιώδης
ἀνομοίωσις
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέον
ἀνομολόγητος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
View word page
ἀνομοιόφυλος
ἀνομοιό-φυλος, ον,
A). of different kind, Sm. Le. 19.19 .


ShortDef

of different kind

Debugging

Headword:
ἀνομοιόφυλος
Headword (normalized):
ἀνομοιόφυλος
Headword (normalized/stripped):
ανομοιοφυλος
IDX:
9238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9239
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνομοιό-φυλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of different kind,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Le.</span> 19.19 </span>.</div> </div><br><br>'}