Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥητορικός
ῥητορίσκος
ῥητορομάστιξ
ῥητορόμυκτος
ῥητοροπρεπής
ῥητός
ῥητότης
ῥήτρα
ῥητρεύω
ῥητροφύλαξ
ῥήττω
ῥήτωρ
ῥηχιάδης
ῥηχμός
ῥηχώδης
ῥίαινα
ῥιγαλέος
ῥιγεδανός
ῥιγείω
ῥιγεσίβιος
ῥιγέω
View word page
ῥήττω
ῥήττω,
A). v. ῥήγνυμι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥήττω
Headword (normalized):
ῥήττω
Headword (normalized/stripped):
ρηττω
IDX:
92376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92377
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥήττω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ῥήγνυμι</span> .</div> </div><br><br>'}