Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥησικοπέω
ῥησιμετρέω
ῥῆσις
ῥησιχθόνη
ῥησκομένων
ῥησός
ῥήσσω
vρήτα
vρητάομαι
ῥητέον
ῥῄτερος
ῥητήρ
ῥητιάριος
ῥητίνη
ῥητινίζω
ῥητινίτης
ῥητινόκηρον
ῥητινόω
ῥητινώδης
ῥητορεία
ῥητορευτέον
View word page
ῥῄτερος
ῥῄτερος, Ion. for ῥηΐτερος,
A). v. ῥᾴδιος . vρητεύω, v. ἀρητεύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥῄτερος
Headword (normalized):
ῥῄτερος
Headword (normalized/stripped):
ρητερος
IDX:
92353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92354
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥῄτερος</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ῥηΐτερος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ῥᾴδιος</span> . <span class="orth greek">vρητεύω</span>, v. <span class="ref greek">ἀρητεύω</span> .</div> </div><br><br>'}