ῥήδην
ῥήδην, Adv. only in Adv. 198.15 , EM 363.42 , as part of the compd.διαρρήδην. ῥήδιος,
A). v. ῥᾴδιος . ῥηδίων· καρούχων, ῥαιδίων, ῥηθῆναι, ῥηθήσομαι, v. ἐρῶ . ῥηΐδιος, v. ῥᾴδιος . ῥηΐζω, v. ῥαΐζω . ῥήϊστος, ῥηΐτατος, ῥηΐτερος, v. ῥᾴδιος .