Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνόμματος
ἀνομογένεια
ἀνομογενής
ἀνομοειδής
ἀνομόζηλος
ἀνομοθέτητος
ἀνομοιοβαρής
ἀνομοιογενής
ἀνομοιογώνιος
ἀνομοιοειδής
ἀνομοιοκατάληκτος
ἀνομοιομερής
ἀνομοιοποιός
ἀνομοιόπτωτος
ἀνόμοιος
ἀνομοιόστροφος
ἀνομοιοσχήμων
ἀνομοιότης
ἀνομοιότροπος
ἀνομοιόφυλος
ἀνομοιόχρονος
View word page
ἀνομοιοκατάληκτος
ἀνομοιο-κατάληκτος, ον,
A). with different terminations, Id. Synt. 167.25 .


ShortDef

with different terminations

Debugging

Headword:
ἀνομοιοκατάληκτος
Headword (normalized):
ἀνομοιοκατάληκτος
Headword (normalized/stripped):
ανομοιοκαταληκτος
IDX:
9229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9230
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνομοιο-κατάληκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with different terminations,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg004:167:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg004:167.25/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Synt.</span> 167.25 </a>.</div> </div><br><br>'}