ῥεμβώδης
ῥεμβ-ώδης, ες,
A). roving, rolling, βλέμμα . 2.45d
2). metaph., desultory, remiss, πολιορκία ; 16.39.2 διατριβαί idle, Dio 7 ; τὸ ῥ.(ῥομβ- codd.) καὶ ἀκόλαστον ; 2.715c ῥ. πυρετοί irregular, opp. περιοδικοί, Chrysipp. ap. ( 5.433 ῥομβ- codd.). Adv. -δῶς s.v. σκαλαπάζειν (-αδῶς cod.).