Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ῥάπτω
ῥάπυς
ῤάριον
*)ρᾶρος
*)ράριον
ῤάρος
ῥάσδον
ῥάσμα
ῥάσσατε
ῥάσσω
ῥαστάζει
ῥᾷστος
ῥᾳστώνευσις
ῥᾳστωνεύω
ῥᾳστωνέω
ῥᾳστώνη
ῥάστωρ
ῥαφανέλαιον
ῥαφάνη
ῥαφανηδόν
ῥαφανίδιον
View word page
ῥαστάζει
ῥαστάζει· πονεῖ, ὠθεῖ, ταράττεται, Hsch.; cf. ῥαιστάζει.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῥαστάζει
Headword (normalized):
ῥαστάζει
Headword (normalized/stripped):
ρασταζει
IDX:
92192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-92193
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῥαστάζει·</span> <span class="foreign greek">πονεῖ, ὠθεῖ, ταράττεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ῥαιστάζει</span>.</div><br><br>'}